- φοιτώ
- φοιτῶ, -άω και ιων. τ. -έω, ΝΜΑ1. συχνάζω2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.)νεοελλ.(ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα («φοιτά στη φιλοσοφική»)μσν.-αρχ.(για λόγο, φήμη, δόξα ή για θεολογικό δόγμα) διαδίδομαι πολύ ή διαδίδομαι γρήγορα, εξαπλώνομαιαρχ.1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί («φοίτων ἔνθα καὶ ἔνθα κατὰ στρατόν», Ομ. Ιλ.)2. κινούμαι, γυρίζω σαν τρελός («φοιτῶντ' ἄνδρα μανιάσιν νόσοις», Σοφ.)3. (ιδίως για τις Βάκχες και για τους ιερείς τής Κυβέλης) περιφέρομαι εδώ κι εκεί υπό την επήρεια έκστασης ή μανίας4. πλησιάζω άνδρα ή γυναίκα με σκοπό τη σαρκική επαφή5. (για όνειρο) εμφανίζομαι συχνά σε κάποιον, τόν καταδιώκω («πολλάκις μοι φοιτῶν τὸ αὐτὸ ἐνύπνιον», Πλάτ.)6. επισκέπτομαι κάποιον ως φίλος, με φιλική διάθεση7. (για γιατρό) ασκώ το επάγγελμά μου πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη8. (για πράγμ. και, κυρίως, για εμπόρευμα) εισάγομαι κάπου9. (για τέλος, για φόρο) εισπράττομαι καθημερινά ή σε τακτά χρονικά διαστήματα10. (για χρονική στιγμή) επανέρχομαι περιοδικώς11. ιατρ. (για εμμηνορρυσία και για κένωση εντέρων) συντελούμαι σε ορισμένα χρονικά διαστήματα12. (για νόσο) προσβάλλω κάποιον συχνά13. (για φυσικό φαινόμενο) επέρχομαι συχνά.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ρ., το οποίο εμφανίζει κατάλ. -τάω / -τῶ (πρβλ. ἀρ-τῶ, ὀπ-τῶ, σκιρ-τῶ) που απαντά συνήθως σε ρ. παράγωγα ονομάτων σε -το- / -τη- (πρβλ. ὀπτῶ* πιθ. < ὀπτός). Κατά μία άποψη, το ρ. φοιτῶ είναι σύνθ. από ένα δυσερμήνευτο προθεματικό φοι και έναν αμάρτυρο τ. επαναληπτικού ρ. *ἰτάω (< ρ. εἶμι «πηγαίνω, έρχομαι», πρβλ. ρηματ. επίθ. ἰτητέον, ἰτός, λατ. ito «πηγαίνω, συχνάζω»). Το ρ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή ως β' συνθετικό στο ανθρωπωνύμιο apiqoita, τ. ο οποίος θα οδηγούσε στην υπόθεση ενός αρκτικού χειλοϋπερωικού φθόγγου *gwh- για το ρ. φοιτῶ. Η άποψη, τέλος, ότι το ρ. συνδέεται με το λετ(ον)ικό gaita «πορεία» δεν θεωρείται πιθανή, λόγω τού ότι ο τ. αυτός πρέπει να ενταχθεί μάλλον στην οικογένεια τού ρ. βαίνω*. Το ρ. φοιτῶ απαντά ως β' συνθετικό ονομάτων με τις μορφές -φοίτης (πρβλ. οὐρανο-φοίτης) και -φοιτος (πρβλ. νυκτί-φοιτος), τα οποία έχουν σχηματιστεί είτε απευθείας από το ρ. φοιτώ είτε μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. *φοι-τᾶ (πρβλ. τα σύνθ. σε -κοιτης / -κοιτος < κοίτη). Τέλος, εκτός από τον ενεστ. φοιτῶ, -άω, απαντά στην Ιωνική και τ. φοιτῶ, -έω, ενώ ο τ. δυϊκού φοιτήτην έχει προέλθει από έναν αμάρτυρο τ. αθέματου ενεστ. *φοιτᾱμι].
Dictionary of Greek. 2013.